- πλεκτοῖς
- πλεκτόςplaitedmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плетеныи — (2*) прич. страд. прош. к плести: ремении плетеныими и лозиѥмь новорѣзаны рѹцѣ и нозѣ ѥго. (πλεκτοῖς) ЖФСт к. XII, 134; | образн.: и плететь чюднѣ обое златую по истинѣ пленицю. и многыми не плетену. житьѥмь же вожь разумнымъ. разумомь же печать… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηθητήριος — α, ο (Α ἠθητήριος, ον) [ηθητήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στη διήθηση, στη στράγγιση, στο σούρωμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθητήριον ο ηθητήρας, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι («ἐν ἠθητηρίοις πλεκτοῑς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… … Dictionary of Greek